Πολιτισμός

Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (Unesco)

Η αναλλοίωτη ομορφιά ανά τους αιώνες της Πάτμου ήταν εκείνη που οδήγησε την Unesco το 1999 να εντάξει το ιστορικό κέντρο της Χώρας, τη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το Σπήλαιο της Αποκαλύψεως, στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της.

Τα κριτήρια που αποτέλεσαν τη βάση για την ένταξη αυτή ήταν τα ακόλουθα :

Κριτήριο (iii): Η πόλη της Χώρας στο νησί είναι ένας από τους λίγους οικισμούς στην Ελλάδα που έχουν εξελιχθεί αδιάκοπα από τον 12ο αιώνα. Υπάρχουν πολύ λίγες άλλες τοποθεσίες στον κόσμο όπου θρησκευτικές τελετές, οι οποίες χρονολογούνται από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια, τελούνται ακόμα αμετάβλητες.

Κριτήριο (iv): Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το Σπήλαιον της Αποκαλύψεως στην Πάτμου, μαζί με τον συσχετιζόμενο μεσαιωνικό οικισμό της Χώρας, αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα παραδοσιακού Ελληνορθόδοξου θρησκευτικού κέντρου προσκυνήματος εξαιρετικού αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.

Κριτήριο (vi): Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και το Σπήλαιον της Αποκαλύψεως διαιωνίζουν την τοποθεσία όπου ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (Θείος), αυτός ‛ον εφίλει ο Ιησούς’, συνέγραψε δύο από τα ιερότερα χριστιανικά κείμενα, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη.

Όλα αυτά κι άλλα πολλά που θα ανακαλύψει ο εκάστοτε επισκέπτης στην Πάτμο είναι εκείνα που τη διακρίνουν και την καθιστούν έναν από τους πιο ιδιαίτερους προορισμούς του κόσμου.

Μπορείτε να διαβάσετε το πλήρες κείμενο της αποφάσεως της UNESCO (στα αγγλικά) κάνοντας κλικ εδώ

Coesima

Η Πάτμος ανήκει στο ευρωπαϊκό δίκτυο COESIMA (Coopération Européenne des Sites Majeurs d’Accueil, ή Ευρωπαϊκή Συνεργασία Μειζόνων Χώρων Υποδοχής), το οποίο ιδρύθηκε στο πλαίσιο της κοινοτικής πρωτοβουλίας INTERREG III South με σκοπό να συνδέσει τα επτά σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ευρώπης.

Σε αυτό συμμετείχαν οι ακόλουθοι επτά μεγάλοι ευρωπαϊκοί θρησκευτικοί προορισμοί:

  • Lourdes (Γαλλία),
  • Loreto (Ιταλία),
  • Czestochowa (Πολωνία),
  • Fatima (Πορτογαλία),
  • Altötting (Γερμανία),
  • Santiago de Compostela (Ισπανία)
  • και η Πάτμος.

Όλες τους πόλεις με μακρόχρονη ιστορία, υποδέχονται συνολικά 20 εκατομμύρια επισκέπτες τον χρόνο και συνεργάζονται μεταξύ τους, ώστε να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των επισκεπτών τους, να καθορίσουν τους τρόπους διευκόλυνσης νέων επισκεπτών, να τονώσουν την πολιτιστική κληρονομιά και να διασφαλίσουν μια από κοινού προβολή σε διεθνές επίπεδο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, από τους επτά αυτούς παραδοσιακοί τόπους προσκυνήματος, μόνον η Πάτμος ελκύει πιστούς όλων τών χριστιανικών δογμάτων (και όχι μόνον Καθολικούς όπως οι υπόλοιπες πόλεις), αλλά επίσης διακρίνεται από τους άλλους διότι οι θρησκευόμενοι επισκέπτες της δεν έρχονται για να προσκυνήσουν κάποια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, αλλά για να γνωρίσουν τον τόπο της Αποκαλύψεως του Αγίου Ιωάννη.

Οι μύλοι της Πάτμου – Europa Nostra

Η Europa Nostra αποτελεί μία πανευρωπαϊκή ομοσπονδία οργανώσεων πολιτισμικής κληρονομιάς για την διαφύλαξη της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της Ευρώπης, η οποία ιδρύθηκε το 1963 σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Από το 1978 η Europa Nostra απονέμει κάθε χρόνο βραβεία σε τέσσερεις κατηγορίες πολιτιστικών έργων αξιολογώντας αυτά σε τέσσερις κατηγορίες: συντήρηση· έρευνα και ψηφιοποίηση· ειδικές υπηρεσίες· εκπαίδευση, κατάρτιση και ευαισθητοποίηση.

Από το 1978 η Europa Nostra απονέμει κάθε χρόνο βραβεία σε τέσσερεις κατηγορίες πολιτιστικών έργων αξιολογώντας αυτά σε τέσσερις κατηγορίες: συντήρηση· έρευνα και ψηφιοποίηση· ειδικές υπηρεσίες· εκπαίδευση, κατάρτιση και ευαισθητοποίηση.

Στο πλαίσιο αυτό το 2012, η Πάτμος απέσπασε βραβείο στην κατηγορία «συντήρηση» για την υποδειγματική αναπαλαίωση των τριών ανεμόμυλων της Μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Χώρα.

Οι δύο ανεμόμυλοι κατασκευάστηκαν το 1688 και ο τρίτος το 1863, ενώ την δεκαετία του 1950 εγκαταλήφθηκαν όπως έγινε και με τους περισσότερους ανεμόμυλους στην Ευρώπη. Μετά την αναπαλαίωση αυτών το 2012 οι ανεμόμυλοι πέραν του ότι είναι επισκέψιμοι από το ευρύ κοινό, παράλληλα έχουν τεθεί σε λειτουργία παράγοντας περιορισμένη προς το παρόν ποσότητα αλευριού με προοπτικές αύξησης της παραγωγής αυτής.

Οι μύλοι της Πάτμου:

Διαδικασία Συντήρησης και Αποκατάστασης

Πατμιάς Σχολή

Το 1713, με την πνευματική ανάπτυξη και άνθιση των γραμμάτων από τους ελληνορθόδοξους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, επήλθε η σύσταση της Πατμιάδος Σχολής με ιδρυτή τον Πάτμιο Μακάριο Καλογερά, ο οποίος σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Ο Μακάριος, στο έργο του αυτό, βρήκε υποστηρικτές σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής, όπως τις οικογένειες των Μαυροκορδάτων και των Υψηλάντηδων. Στην Πάτμο εγκαταστάθηκε στο Ιερό Κάθισμα της Ιερής Αποκαλύψεως, όπου και ξεκίνησε το έργο της διδασκαλίας του, ενώ η φήμη του και η απήχηση του λόγου του διαδόθηκαν με γρήγορους ρυθμούς και σε σύντομο χρονικό διάστημα προέκυψε η ανάγκη για επέκταση της Σχολής καθότι όλο και περισσότεροι μαθητές συνέρρεαν στην Πάτμο. Από το 1729 οι παραδόσεις των μαθημάτων συνεχίστηκαν σε κτίριο που έκτισε ο Κωνσταντινοπολίτης ευγενής Μανωλάκης Υψηλάντης, ιδιαίτερο κτίριο δίπλα στην Αποκάλυψη («Παλαιά Πατμιάδα»).

Αρχικά ο Μακάριος δίδασκε μόνος του, ενώ στη συνέχεια συνέβαλαν στο έργο του ως υποδιδάσκαλοι οι ιερομόναχοι Κοσμάς και Γεράσιμος Βυζάντιος, στις προσπάθειες των οποίων οφείλεται και η σύσταση του πυρήνα της βιβλιοθήκης της Σχολής το 1740. Διδακτικό αντικείμενο του Μακαρίου αποτελούσαν οι ερμηνείες Ελλήνων συγγραφέων και εκκλησιαστικών πατέρων, τα γραμματικά μαθήματα, η φιλοσοφία, η ρητορική, η εκκλησιαστική μουσική και τα λατινικά. Ο Μακάριος συνέχισε τη διδασκαλία του έως το θάνατό του το 1737, όπου τον διαδέχθηκαν ο Γεράσιμος Βυζάντιος και ο Βασίλειος Προικονήσιος στη σχολαρχεία. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ένας από τους πιο επιτυχημένους Σχολάρχες ήταν ο Πάτμιος Δανιήλ Κεραμεύς, υπό την εποπτεία του οποίου η σχολή έφτασε στο απόγειο της δόξας της, με τους μαθητές να ξεπερνούν τους 100 και τη βιβλιοθήκη να επεκτείνεται με την προσθήκη εκδόσεων που τυπωνόντουσαν στις ελληνικές εκδοτικές επιχειρήσεις της Βενετίας.

Στη σχολή δίδαξαν φωτισμένοι διδάσκαλοι όπως ο Παΐσιος Καραπατάς, ο Νεόφυτος Βυζάντιος, ο Ιωάννης Σακελλίων, ο Ιερόθεος Φλωρίδης, ο Αλέξανδρος Δηλανάς και ο Μιχαήλ Μαλανδράκης, ενώ στους απόφοιτους της σχολής συγκαταλέγονται μεγάλοι διδάσκαλοι του Γένους όπως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος Παγκώστας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ο ιδρυτής της Φιλικής Εταιρείας Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Δημήτριος Θέμελης.

Η παρακμή ήρθε την περίοδο πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης, καθώς υπήρξε διακοπή των εσόδων. Το 1831, όμως, ανακαινίστηκε και κατάφερε σταδιακά να ανακάμψει. Το διάστημα της ιταλοκρατίας (1912-1947) διακόπηκε η λειτουργία της. Το 1947 επανιδρύθηκε ως ιερατική σχολή και από το 1948 λειτουργεί μέχρι και σήμερα ως εκκλησιαστικό σχολείο. Σήμερα, μικρά μόνο καί ερειπωμένα τμήματα σώζονται από τήν πρώτη εκείνη Σχολή, τήν Παλαιά Πατμιάδα, ενώ τα μαθήματα διδάσκονται πλέον στη «Νέα Πατμιάδα, κτίριο που βρίσκεται λίγο πιο πάνω από το Κάθισμα.